-
1 ῥίμφα
См. также в других словарях:
ρίμφα — Α επίρρ. εύκολα, ελαφρά, γρήγορα (α. «βέβακεν ῥίμφα», Αισχύλ. β. «ῥίμφα ἑ γοῡνα φέρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ., το οποίο εμφανίζει επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφ α, τάχ α). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, παραμένει αμφίβολη, το… … Dictionary of Greek